ἠρεμαίαι

ἠρεμαίαι
ἠρεμαί̱ᾱͅ , ἠρεμαῖος
quiet
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἠρεμαῖαι — ἠρεμαῖος quiet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρεμαίος — ἠρεμαῑος, αία, ον (AM) αυτός που δεν προκαλεί αναταραχή, που αντιμετωπίζεται με ηρεμία και αταραξία («ἠρεμαῑαι λῡπαι, ἡδοναί», Πλάτ.) αρχ. 1. φρ. «πῡρ ἠρεμαῑον» χαμηλός πυρετός (Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠρεμαῑα ήρεμα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”